μοχλός

μοχλός
μοχλός
Grammatical information: m.
Meaning: `lever, bar, long, strong bar', often used to shut off doors, `crossmeam, -bar' (Od.).
Other forms: μοκλός Anakr. 88
Derivatives: Diminut. μοχλ-ίον (Com. Adesp., Luc.), -ίσκος (Hp., Ar.), μοχλ-ικός `regarding the lever' (Hp., Ph. Bel.) and the verbs 1. μοχλεύω, also with ἀνα-, ἐκ-, `(re)move with a lever' (ion. poet., also late prose) with μοχλ-εία `removing with a lever, restore with a lever' (Arist., medic.), -ευσις `id.' (Hp.), -ευτής (Ar.), -ευτικός `belonging to using the lever' (medic.); 2. μοχλέω `id.' (M 259); 3. μοχλόω `shut with a bar' (Ar.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: One supposed *μογ-σλο-ς with the same instrumental suffix as e.g. in Lat. pālus `pole' \< *paḱ-slos (cf. on πάσσαλος and μύχλος). Acc. to Chantraine Form. 240 rather with λο-suffix and expressive aspiration. The basis is in any case the same word (verb?) as in μόχθος and μογέω (s. vv.). -- Schulze KZ 28, 270 n. 1 = Kl. Schr. 437 n. 1 (p. 438) identified μοχλός with a from Lat. mōlior reconsructed *mōlos `lever'; diff. on mōlior W.-Hofmann s.v. To be rejected Pisani Ist. Lomb. 73, 528: to Skt. myakṣ- `sit fast' as also in μόχθος. - The variation and the connection with μόχθος and μογέω shows that the word is Pre-Greek.
Page in Frisk: 2,262

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μοχλός — bar masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοχλός — Απλή μηχανή, που αποτελείται γενικά από ένα άκαμπτο σώμα με δυνατότητα περιστροφής γύρω από έναν άξονα ή ένα σημείο του άξονα κάτω από την επίδραση δύο ανταγωνιστικών δυνάμεων (η κάθε μία δηλαδή αντίθετη προς την περιστροφή που θα προκαλούσε η… …   Dictionary of Greek

  • μοχλός — ο 1. ξύλινη ή μεταλλική ράβδος που χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή ανύψωση βαρών, ο λοστός. 2. (φυσ.), κάθε στερεό σώμα που μπορεί να περιστρέφεται γύρω από σταθερό άξονα (υπομόχλιο). 3. μτφ., ο βασικός παράγοντας, ο υποκινητής μιας ενέργειας: Ο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαγουδέρα — Μοχλός που μετακινεί το πηδάλιο βάρκας ή μικρού ιστιοφόρου. Λ. ονομάζεται και ένα ραβδί, που χρησιμοποιείται στο κυνήγι των λαγών. Άλλη ονομασία αυτού του ραβδιού είναι λαγοβόλο ή λαγούσα. * * * η 1. ναυτ. σιδερένια ή ξύλινη ράβδος με τη βοήθεια… …   Dictionary of Greek

  • μοχλοί — μοχλός bar masc nom/voc pl μοχλόω bolt pres subj mp 2nd sg μοχλόω bolt pres ind mp 2nd sg μοχλόω bolt pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοχλούς — μοχλός bar masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοχλέ — μοχλός bar masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοχλῷ — μοχλός bar masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοχλόν — μοχλός bar masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπομόχλιο — Στη μηχανική είναι ένα σημείο που καθορίζεται σαφώς σε κάθε σχηματική παράσταση και συμπίπτει με τον άξονα, γύρω από τον οποίο περιστρέφεται ένας μοχλός ή με το σημείο προβολής (ίχνος) του ίδιου άξονα σ’ ένα κάθετο επίπεδο. Στην περίπτωση του… …   Dictionary of Greek

  • όχλος — ο (ΑΜ ὄχλος) 1. πλήθος ατόμων με άτακτο τρόπο συνενωμένο («ἐν ἀγορᾷ πλήθοντος ὄχλου», Πίνδ.) 2. (με πολιτική σημ.) ο πολύς λαός, η λαϊκή μάζα, η κατώτατη κοινωνική τάξη («τῷ ὄχλῳ πρὸς χάριν τι λέγοντες οὐ τὰ ὄντα ἀπαγγείλωσιν», Θουκ.) νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”